- παθολογώ
- παθολογῶ, -έω (Α)1. μιλώ σχετικά με τα πάθη2. μιλώ σχετικά με σωματική πάθηση, με την εκδήλωση νόσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + -λογῶ (< -λόγος*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek